- κέντρωνας
- κέντρωνone that bears the marks of themasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κέντρωνας — ο (ΑΜ κέντρων) [κέντρον] νεοελλ. 1. λογοτεχνικό είδος τής μεταγενέστερης ελληνικής λογοτεχνίας 2. μελόδραμα που η μουσική του προέρχεται από συρραφή αποσπασμάτων άλλων γνωστών μουσικών έργων μσν. μτφ. συρραφή από στίχους διαφόρων ποιητών αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
CAPITONES — apud Arnobium, adv. Gentes l. 5. Ergo dicendum est quosdam Captiones, silunculos, frontones etc. sunt quibus caput solitô vastius. Glossae veteres: Capito, κεφαλίων. Plautus vero duros Capitones facete appellavit parasitos quod ollas sibi in… … Hofmann J. Lexicon universale
κέντρων — κέντρων, ὁ (ΑΜ) βλ. κέντρωνας … Dictionary of Greek